ξεροπήγαδο

ξεροπήγαδο
Μικρός πεδινός οικισμός (601 κάτ., υψόμ. 60), στην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (690 κάτ., 22 τ.χλμ.), στην οποία υπάγονται και οι οικισμοί Μεταμόρφωση (16 κάτ.) και Πλάκα (73 κάτ.).
* * *
το
πηγάδι που δεν έχει πια νερό, που στέρεψε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξεροπήγαδο — το πηγάδι που στέρεψε και δεν έχει νερό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”